- σχετλίως
- Αεπίρρ. βλ. σχέτλιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχετλίως — σχέτλιος able to hold out adverbial σχέτλιος able to hold out masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος … Dictionary of Greek